- ἐπιτροπῆς
- ἐπιτροπέωto be an administratorpres ind act 2nd sg (doric)ἐπιτροπήreferencefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Ντενγκ Σιάο-πινγκ — (Deng Xiaoping ή Teng Hsiao p’ing, Κουανγκάν, Σετσουάν 1904 – 1997). Κινέζος στρατιωτικός, πρώην Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος Κίνας. Σπούδασε στο Γαλλικό Σχολείο του Τσανγκίνγκ στη Γαλλία… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… … Dictionary of Greek
Ιωακείμ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (19ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1821 24). Διαδέχθηκε τον Κυπριανό, ο οποίος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους το 1821. Ο Ι. παραιτήθηκε από το αξίωμά του, εξαιτίας αντιδράσεων των πιστών προς… … Dictionary of Greek
Ρανβιέ, Γαβριήλ — (Ranvier, 1828 – 1879). Γάλλος σκηνογράφος, μέλος της Κομούνας του Παρισιού και μπλανκιστής. Το 1870, στη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τα πρωσικά στρατεύματα, διατέλεσε διοικητής τάγματος εθνοφρουρών. Υπήρξε επίσης ένας από τους… … Dictionary of Greek
μάντακας — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών, από το χωριό Λάκκοι της επαρχίας Κυδωνίας του νομού Χανίων. 1. Αναγνώστης (; – Λάκκοι 1918). Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1841 και διακρίθηκε για την ανδρεία του στις μάχες του Προβάρματος (Αποκορώνου)… … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
Αβανέσοφ, Βαρλαάμ Αλεξάντροβιτς — (Κιαρσκ 1884 – 1930).Σοβιετικός πολιτικός. Πήρε μέρος στο επαναστατικό κίνημα του 1900. Ήταν μέλος του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος από το 1903 και το 1914 εντάχθηκε στις δυνάμεις των μπολσεβίκων. Μετά την επανάσταση του… … Dictionary of Greek